- προβώμιος
- -ον, Α1. αυτός που βρίσκεται πριν από τον βωμό ή αυτός που γίνεται μπροστά σε βωμό («φράζειν ἅ μὴ θέλουσιν ή προβωμίοις σφαγαῑσι μήλων ἢ δι' οἰκνῶν πτεροῑς», Ευρ.)2. ο τοποθετημένος πριν από άλλους σε βωμό ως προκαταρκτική θυσία3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ προβώμιαο χώρος πριν από βωμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + βωμός + επίθημα -ιος (πρβλ. περι-βώμιος)].
Dictionary of Greek. 2013.